- λασκάδα
- 1. η1) попутный ветер; 2) плавание на парусах при попутном ветре; 2. επί р р. при попутном ветре
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λασκάδα — η [λάσκος] 1. σφοδρός άνεμος που πνέει προς την πλευρά τής πρύμνης πλοίου 2. ιστιοδρομία με τέτοιο άνεμο 3. (ως επίρρ.) με σφοδρό πλάγιο άνεμο («αρμενίζω λασκάδα») … Dictionary of Greek
ιστιοπλοΐα — Η πλεύση με ιστιοφόρο σκάφος. Υπάρχουν διάφορα είδη πλεύσεων, κυριότερα από τα οποία είναι: α) με τον καιρό στα πρίμα ή πρίμα (ουριοδρομία), όταν ο άνεμος πνέει ακριβώς από την πρύμνη κατά τη διεύθυνση της καρένας ή γενικά από την πρύμνη… … Dictionary of Greek
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek